- διερμηνεύσας
- διερμηνεύσᾱς , διερμηνεύωinterpretaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)διερμηνεύσᾱς , διερμηνεύωinterpretaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.